Δημοσιεύθηκε ο Νόμος 4335/2015 με το νέο Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας - Ποιές είναι οι σημαντικότερες αλλαγές

Ο νέος Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας είναι γεγονός με το νόμο 4335/2015 «Επείγοντα μέτρα εφαρμογής του ν. 4334/2015 (Α΄ 80)» που δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ Α’ 87/23-7-2015. Σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση του νόμου: «Οι σημαντικότερες αλλαγές και καινοτομίες που περιλαμβάνονται στο προτεινόμενο σχέδιο τροποποιήσεων του ΚΠολΔ διατρέχουν σχεδόν ολόκληρο το πεδίο εφαρμογής του και αφορούν κατά κύριο λόγο:
• Το πέμπτο κεφάλαιο του δεύτερου βιβλίου του ΚΠολΔ, αναφορικά με την τακτική διαδικασία στην πρωτοβάθμια δίκη.
• Το τέταρτο βιβλίο του ΚΠολΔ, αναφορικά με τις ειδικές διαδικασίες και τη νέα συστηματική διάρθρωση τους.
• Τα πέμπτο βιβλίο του ΚΠολΔ, αναφορικά με τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων.
• Το όγδοο βιβλίο του ΚΠολΔ, αναφορικά με το δίκαιο της αναγκαστικής εκτέλεσης.
• Τα υπόλοιπα κεφάλαια του ΚΠολΔ.
III. Η τακτική διαδικασία στα πρωτοβάθμια δικαστήρια
1. Η μέχρι σήμερα δικαστηριακή πρακτική έχει δείξει ότι οι μεγάλες χρονικές καθυστερήσεις στην εκδίκαση των υποθέσεων της τακτικής διαδικασίας οφείλονται -τουλάχιστον στα μεγάλα πρωτοδικεία και ειρηνοδικεία της χώρας, τα οποία είναι επιφορτισμένα και με τον κύριο όγκο των υποθέσεων- κατά πρωτεύοντα λόγο στις μακρινές δικάσιμους στις οποίες οι υποθέσεις αυτές προσδιορίζονται και δευτερευόντως στις συναινετικές ή μη αναβολές της δίκης, οι οποίες ζητούνται και δίδονται κατά κανόνα αφειδώς, καθώς και στις ex officio αναβολές, λόγω παρέλευσης του δικαστικού ωραρίου (με γενεσιουργό κατά κανόνα αιτία τον υπερβολικό χρόνο που καταναλώνεται στην εξέταση των μαρτύρων της κάθε δικαζόμενης υπόθεσης). Η δικαστηριακή πρακτική έχει επιπλέον δείξει ότι στην ίδια διαδικασία και προεχόντως στις υποθέσεις του ενοχικού, του εμπορικού, αλλά και του κληρονομικού δικαίου, το κύριο αποδεικτικό υλικό το οποίο εισφέρουν οι διάδικοι και στη βάση του οποίου το δικαστήριο σχηματίζει τη δικανική πεποίθηση του, απαρτίζεται από έγγραφα, ενώ οι μάρτυρες ως αποδεικτικό μέσο σε μικρό βαθμό και κατά κανόνα επικουρικά συνεισφέρουν στην ανεύρεση της ουσιαστικής αλήθειας. Έχοντας υπόψη της τα δυο αυτά δεδομένα και με κύριο μέλημα την επιτάχυνση στην απονομή της δικαιοσύνης, η Νομοπαρασκευαστική Επιτροπή πρότεινε σύμφωνα με το υποβληθέν σχέδιο ένα καινοτόμο δικονομικό σύστημα δίκης κατά την τακτική διαδικασία, το οποίο αφενός οδηγεί στην ταχύτερη εκδίκαση των υποθέσεων (πλέον οι υποθέσεις δικάζονται εντός 160 ημερών από την κατάθεση της αγωγής), αφετέρου δίνει προτεραιότητα στην έγγραφη διαδικασία έναντι της προφορικής και αυτό χωρίς να υποβαθμίζει την εμμάρτυρη απόδειξη, η οποία τίθεται επί του ίδιου δικονομικού βάθρου με τα υπόλοιπα αποδεικτικά μέσα και συνεχίζει να διεξάγεται, όταν και εφόσον το δικαστήριο το κρίνει απαραίτητο.
2. Η σημαντικότερη καινοτομία που εισάγεται με το προτεινόμενο σχέδιο είναι η αντικατάσταση της μέχρι σήμερα εν μέρει προφορικής τακτικής διαδικασίας στον πρώτο βαθμό δικαιοδοσίας (άρθρα 233 επ.), με μια πιο ευέλικτη, απλή και χρονικά συντομότερη έγγραφη διαδικασία (άρθρα 237-238). Με τα νέα άρθρα 237 και 238, η τακτική διαδικασία είναι καταρχήν έγγραφη, εξελίσσεται με βάση τις έγγραφες προτάσεις και τους περιεχόμενους σε αυτές ισχυρισμούς των διαδίκων, ενώ η συζήτηση στο ακροατήριο είναι τυπική, χωρίς να είναι αναγκαία η παρουσία και η συμμετοχή των διαδίκων ή των πληρεξούσιων δικηγόρων τους. Μόνο αν το δικαστήριο κρίνει ότι η υπόθεση δεν έχει διασαφηνιστεί αρκετά ώστε να εκδοθεί επί της ουσίας απόφαση και υφίσταται λόγος εξέτασης μαρτύρων, τότε με απλή πράξη του δικαστηρίου καλείται σε μεταγενέστερο χρόνο μάρτυρας προς εξέταση. Η νέα διαδικασία είναι λιγότερο χρονοβόρα και απλούστερη στην διαμόρφωση της για τον διάδικο, ο οποίος πλέον προβαίνει σε λιγότερες διαδικαστικές πράξεις κατά την εξέλιξη και περάτωση της (λιγότερα διαδικαστικά στάδια). Κατ' αποτέλεσμα εξυπηρετεί καλύτερα την οικονομία της δίκης και ως εκ τούτου την ουσιαστική απονομή της δικαιοσύνης.
3. Η νέα τακτική διαδικασία στον πρώτο βαθμό δικαιοδοσίας των άρθρων 237-238 συνδυάζεται συστηματικά με τις διατάξεις των άρθρων 215, 254, 260, 271 επ., 524, 527 και 591. Οι τελευταίες αυτές διατάξεις επίσης τροποποιήθηκαν και καταρτίστηκαν με τρόπο ώστε να εναρμονιστούν με την νέα διαδικασία. Παράλληλα διατάξεις, οι οποίες συστηματικά ανήκουν στο τέταρτο και στο πέμπτο κεφάλαιο του δευτέρου Βιβλίου του ΚΠολΔ και θεσπίστηκαν για την μέχρι σήμερα τακτική πρωτοβάθμια διαδικασία, αλλά κατά παραπομπή εφαρμόζονται είτε στις ειδικές διαδικασίες (βλ. άρθρο 591 παρ. 1) είτε στη δευτεροβάθμια δίκη (βλ. άρθρο 524 παρ. 1 και 2) και στη διαδικασία της αναψηλαφήσεως (βλ. άρθρο 548) και της αναιρέσεως (βλ. άρθρο 573), παρέμειναν για λόγους νομοτεχνικής αρτιότητας στην ίδια θέση.
4. Το σχέδιο που υποβλήθηκε αποβλέπει σε σχέση με τη διαγνωστική διαδικασία στην υιοθέτηση ενός προτύπου δίκης που στηρίζεται, όπως ήδη αναφέρθηκε, σε μεγαλύτερο απ' ότι μέχρι σήμερα βαθμό στην έγγραφη διαδικασία. Η προσέγγιση αυτή υιοθετήθηκε προκειμένου να καταστεί δυνατή η αξιοποίηση του χρονικού διαστήματος αμέσως μετά την άσκηση της αγωγής. Σήμερα, μεταξύ καταθέσεως και συζητήσεως της αγωγής ή της ανακοπής μεσολαβεί ένα χρονικό διάστημα που είναι δικονομικά αναξιοποίητο. Παρεμβάλλεται μόνο η προσπάθεια συμβιβαστικής επίλυσης της διαφοράς, η δυνατότητα του προέδρου του πολυμελούς πρωτοδικείου ή του δικαστή του μονομελούς να λάβει τα μέτρα που αναγράφονται στο άρθρο 232, η δυνατότητα της παρεμπίπτουσας αγωγής, συμπεριλαμβανομένης της δυνατότητας της επιδείξεως εγγράφων (άρθρο 451).
5. Η θέση της Νομοπαρασκευαστικής Επιτροπής υπαγορεύθηκε, προεχόντως, από την ανάγκη της επισπεύσεως της δίκης και της ορθολογικής χρήσεως των διαθέσιμων μέσων. Η Επιτροπή έλαβε υπ' όψιν της τα εξής δεδομένα:
5.1 Οι δυνατότητες του νομοθέτη για εισαγωγή περαιτέρω απλουστεύσεων - βελτιώσεων στην υπάρχουσα δομή του ΚΠολΔ έχουν πλέον περιορισθεί αν όχι εξαντληθεί. Η αναδρομή, από τις εκτενείς τροποποιήσεις του 1971 έως τις πλέον πρόσφατες, φανερώνει μια σταθερή εξέλιξη προς την κατεύθυνση της μιας και μοναδικής συζητήσεως στην οποία συμπίπτουν συζήτηση της υποθέσεως και αποδεικτική διαδικασία. Είναι το πρότυπο δίκης που έλκει την προέλευσή του από ειδικές διαδικασίες των αρχών του περασμένου αιώνα. Πρόκειται για ένα απλό πρότυπο δίκης. Την άσκηση της αγωγής διαδέχεται η κατάθεση προτάσεων, η συζήτηση της υποθέσεως στο ακροατήριο, η διεξαγωγή αποδείξεως στο ακροατήριο, η προσθήκη - αντίκρουση και η αξιολόγηση αποδείξεων. Εξαίρεση υπάρχει στη διαδικασία των πολυμελών δικαστηρίων στα οποία η κατάθεση προτάσεων και η σχετική προσθήκη - αντίκρουση ολοκληρώνεται με την εξαίρεση της δυνατότητας του (παλαιού και πλέον καταργηθέντος) άρθρου 269 παρ. 2 πριν από τη συζήτηση της υποθέσεως. Ο ισχυρισμός που προβάλλεται συχνά για τον περίπλοκο χαρακτήρα των δικαστικών διαδικασιών αποδεικνύεται ως ένας τυχαίως διατυπούμενος ισχυρισμός, αν ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι το βασικό χαρακτηριστικό γνώρισμα της πολιτικής δίκης είναι κατά βάση η μία και μοναδική συζήτηση σε κάθε βαθμό δικαιοδοσίας. Η εξάντληση των περιθωρίων βελτιώσεως αυτής της διαδικασίας ωθεί στην αναζήτηση μιας άλλης προσεγγίσεως.
5.2 Δε μπορεί να αμφισβητηθεί ότι ένα πρότυπο δίκης δεν μπορεί να καλύψει όλες τις κατηγορίες διαφορών που φέρονται ενώπιον της δικαιοσύνης στη Βάση αφηρημένης νομοθετικής ρυθμίσεως. Η διαπίστωση αυτή δεν αναφέρεται στο είδος των υποθέσεων ως εργατικών, μισθωτικών κ.λπ. και στις προβλεπόμενες ειδικές διαδικασίες. Αναφέρεται στην υφή των υποθέσεων. Υπάρχουν υποθέσεις απλές και περίπλοκες. Υποθέσεις που απαιτούν μαρτυρική εξέταση ενώπιον του κρίνοντος δικαστηρίου και υποθέσεις που δεν απαιτούν τέτοια εξέταση. Αρκεί η έγγραφη μαρτυρία ή έγγραφη εξέταση του διαδίκου. Ακόμη, η διαφορά των διαδίκων μπορεί να αναφέρεται στο νομικό ζήτημα, στις συνέπειες που απορρέουν από μη αμφισβητούμενα πραγματικά γεγονότα ή στα πραγματικά γεγονότα. Υπάρχουν υποθέσεις για τις οποίες οι ισχυρισμοί αποδεικνύονται εγγράφως. Η ιδιομορφία της υποθέσεως μπορεί να συνεκτιμηθεί μόνο από το δικαστήριο και μια ικανοποιητική λύση προϋποθέτει αναγνώριση δικονομικών δυνατοτήτων στο δικαστήριο για διαμόρφωση της διαδικασίας με βάση την υφή των υποθέσεων.
5.3 Μία λύση προς αυτή την κατεύθυνση είναι η αναγνώριση στο δικαστήριο της επιλογής μεταξύ της έγγραφης και της προφορικής διαδικασίας με δυνατότητα επίσης ενός συνδυασμού των δύο ειδών διαδικασίας. Στο σημείο αυτό οι θεωρήσεις μπορούν να αποκλίνουν όπως επίσης μπορούν να αποκλίνουν σε σχέση με τον χρόνο επιλογής της έγγραφης ή της προφορικής διαδικασίας. Μπορεί η επιλογή αυτή να γίνει στην αρχή της δίκης, μετά από μια στοιχειώδη ανταλλαγή απόψεων εκ μέρους των διαδίκων και συνεκτίμησή τους εκ μέρους του δικαστηρίου. Δεν απαιτείται δηλαδή η κατάθεση πλήρων προτάσεων. Μπορεί επίσης να γίνεται σε ένα μεταγενέστερο στάδιο στη βάση προβληθέντων ισχυρισμών των διαδίκων. Δεν αποκλείεται επίσης η ανάγκη να υπάρξει μετάβαση από την έγγραφη διαδικασία που έχει επιλεγεί αρχικώς στην προφορική διαδικασία, όταν αυτό αποδεικνύεται αναγκαίο κατά την εξέλιξη της υποθέσεως και τη μελέτη αυτής.
5.4 Πρέπει να υπογραμμισθεί ότι το Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στην ελληνικού ενδιαφέροντος υπόθεση Γλυκαντζή (2012) διαπίστωσε ότι ένας σημαντικός αριθμός κρατών-μελών έχει εισαγάγει απλές διαδικασίες, λ.χ. με την μορφή μονομελών δικαστηρίων, εγγράφων διαδικασιών, ολιγοδάπανων διαδικασιών, μη δημοσίων συνεδριάσεων. Παρότρυνε εμμέσως την Ελλάδα στην υιοθέτηση τέτοιων διαδικασιών.
5.5 Δεν πρέπει να παροράται ότι η προφορική διαδικασία ως πρότυπο δίκης προϋποθέτει ανάπτυξη όλων των κρίσιμων πραγματικών ισχυρισμών κατά τη συζήτηση της υποθέσεως. Μόνο ό,τι αποτέλεσε περιεχόμενο της συζητήσεως μπορεί να ληφθεί υπόψη κατά την έκδοση της αποφάσεως. Αυτή είναι η συνέπεια της διατάξεως του άρθρου 115 παρ. 2 που περιλαμβάνεται στις θεμελιώδεις δικονομικές αρχές και κατά την οποία στον πρώτο βαθμό η προφορική συζήτηση είναι υποχρεωτική. Για το λόγο αυτό επέρχονται και οι συνέπειες της ερημοδικίας όταν απολείπεται ο διάδικος κατά τη συζήτηση, καίτοι έχει καταθέσει προτάσεις ως προς την ουσία της υπόθεσης. Όπως όμως δεν αμφισβητείται, στην πράξη η αρχή της προφορικής συζητήσεως έχει εδώ και δεκαετίες «φαλκιδευθεί» (έκφραση του αείμνηστου Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου Ευαγ. Κρουσταλάκη). Με την πρώτη τροποποίηση του Κώδικα (1971) την αρχική ρύθμιση «Απλή αναφορά εις τας προτάσεις αντί προφορικής αναπτύξεως δεν επιτρέπεται» (άρθρο 250 παρ. 2/ΚΠολΔ 1968) αντικατέστησε ρύθμιση που επέτρεψε τη συμφωνία των διαδίκων με περιεχόμενο τη δήλωση ότι δεν θα παραστούν κατά την εκφώνηση της υποθέσεως (άρθρο. 241, παλαιό άρθρο 242). Θεσμοθετήθηκε επίσης ρητά η δυνατότητα του διευθύνοντος τη συζήτηση «να απαγορεύσει και την ανάγνωσιν εγγράφων εάν κρίνη τούτην περιττή» (άρθρ. 234/ΚΠολΔ 1971). Η Αιτ.Εκθ. έκανε λόγο για κατάχρηση «προς παρέλκυσιν της διαδικασίας και άσκοπον καταπόνησιν δικαζόντων και δικαζομένων δια του απολύτου δικαιώματος της αναγνώσεως εγγράφων» (Αιτ.Εκθ. υπό άρθρ. 234 /ΚΠολΔ 1971). Είναι σαφές ότι η συζήτηση στο ακροατήριο αντιμετωπίζεται ως προς τις πτυχές αυτές ως μια κενή περιεχομένου αλλά και επιβαρύνουσα τυπικότητα. Αν έτσι έχει το πράγμα, τότε η απόσταση προς το πρότυπο δίκης, ως κατ'αρχήν επιλογή, που στηρίζεται στην έγγραφη διαδικασία δεν είναι πλέον μεγάλη. Η επιλογή της έγγραφης ή της προφορικής διαδικασίας στο ακροατήριο δεν συνέχεται κατ' ανάγκη με την αποδεικτική διαδικασία. Μπορεί να υφίσταται λ.χ. έγγραφη ή προφορική διαδικασία και διεξαγωγή αποδείξεων ενώπιον εισηγητή ή του δικαστηρίου. Κατά κανόνα όμως η έγγραφη διαδικασία συνεπάγεται και την έγγραφη διεξαγωγή αποδείξεων.
5.6 Η Επιτροπή κινήθηκε στα όρια αυτού που θεωρήθηκε δικονομικά εφικτό με Βάση τις δικαιϊκές συνθήκες που επικρατούν στη χώρα. Κρίθηκε ότι δεν υφίστανται ακόμα οι προϋποθέσεις για αναγνώριση στο δικαστή ενός ιδιαιτέρως ενεργού ρόλου στη δίκη όπως αυτός ανευρίσκεται σε πολλές ξένες έννομες τάξεις και που συνίσταται στην ανάπτυξη μιας αναιρετικώς ελέγξιμης υποχρέωσης καθοδηγήσεως των διαδίκων και καθιδρύσεως νομικού διαλόγου μεταξύ των παραγόντων της δίκης. Το θέμα αυτό είναι κρίσιμο σε πολλές ενότητες μεταξύ άλλων και για την εξάλειψη του δυσάρεστου φαινομένου της απορρίψεως πολλών ενδίκων βοηθημάτων ως αορίστων ή νόμω αβασίμων, κάτι που έχει συνέπειες και για την υπηρεσιακή επιβάρυνση των δικαστηρίων αλλά και για το εν γένει κύρος του δικαιϊκού συστήματος της χώρας. Δεν παραβλέπεται επίσης το γεγονός ότι κατ' εξοχήν η καθιέρωση εγγράφου διαδικασίας προϋποθέτει τη διαμόρφωση των σχετικών κανόνων με ελαστικότητα και με την πρωτοβουλία και έμφρονα κρίση του δικαστή.
6. Η έγγραφη διεξαγωγή της δίκης διαφοροποιείται κατά τη δομή της από την προφορική. Η έγγραφη εξελίσσεται στη Βάση προθεσμιών και δημιουργεί επί μέρους στάδια: αγωγή, απάντηση στην αγωγή, ενστάσεις, αντενστάσεις, επαντενστάσεις. Οι διάδικοι ενεργούν μονομερώς, ενώ η συμμετοχή του δικαστηρίου στην αποδοχή των προτάσεων θεωρείται περιττή. Αντίθετα η προφορική διαδικασία αναπτύσσεται στη Βάση δικασίμων που προϋποθέτουν τη σύμπραξη δικαστηρίου και διαδίκων. Η συζήτηση είναι προφορική και διμερής (για τα διάδικα μέρη). Βεβαίως, ιστορικά ανευρίσκονται και μεικτές λύσεις, ενός συνδυασμού δηλαδή έγγραφης με προθεσμίες και προφορικής με δικάσιμο, διαδικασίας. Αυτό είναι, όπως μπορεί βάσιμα να υποστηριχθεί, και το πρότυπο δίκης στην χώρα μας αν και αυτό δεν έχει αρκετά συνειδητοποιηθεί. Ένα τέτοιο μεικτό σύστημα μπορεί να επιβάλλεται επίσης από την αρχή της δημοσιότητας της δίκης που γνωρίζει σε πολλές έννομες τάξεις όπως και στην ελληνική (άρθρο 93 παρ. 2 και 3 Σ.) συνταγματική κατοχύρωση.
7. Στη θεωρία υποστηρίζεται εδώ και δεκαετίες η άποψη ότι οι διάδικοι έχουν μια αυξημένη ευθύνη στη δίκη σε σχέση με το δικαιοπρακτικό πεδίο. Θα πρέπει να διασφαλίζεται η απρόσκοπτη πορεία της δίκης, κάτι που προϋποθέτει μια κατά το μάλλον ή ήττον τυποποιημένη διαδικασία. Για το λόγο αυτό δεν επιτρέπονται αιρέσεις, η ανάκληση διαδικαστικών πράξεων δεν είναι πάντα ελεύθερη, υπάρχουν σύντομες προθεσμίες, εκπτώσεις από δυνατότητα επιχείρησης διαδικαστικών πράξεων σε περίπτωση μη συμμορφώσεως των διαδίκων, αυστηρό δίκαιο ενδίκων μέσων σε σχέση με νέα πραγματικά γεγονότα και νέα αποδεικτικά μέσα, πρόβλεψη ακυροτήτων χωρίς στοιχειοθέτηση βλάβης κλπ. Οι αυξημένες απαιτήσεις που θέτει η δίκη είναι και ένας από τους λόγους για την καθιέρωση του θεσμού της υποχρεωτικής συμπράξεως δικηγόρου (άρθρο 96). Περαιτέρω και οι σύγχρονες κοινωνικές συνθήκες με την ανάγκη για ταχεία απονομή της δικαιοσύνης, με τα περιορισμένα μέσα που μπορεί να θέσει στην υπηρεσία των πολιτών η πολιτεία, με την ανάγκη για εξορθολογισμό κάθε κρατικής δράσεως προϋποθέτουν ότι ο δικαστικός αγώνας θα πρέπει να εξελίσσεται με ταχύτητα, οικονομικά και με προβλέψιμο κατά το δυνατό τρόπο. Στην ενότητα αυτή μπορεί να υπογραμμισθεί και η θέση ότι η πολιτική δίκη μπορεί μεν να αφορά τα συμφέροντα των συγκεκριμένων διαδίκων, όμως ως κοινωνικό φαινόμενο δεν μπορεί να θεωρηθεί ως μια αποκλειστικώς υπόθεση των διαδίκων. Υπάρχει ένα δημόσιο συμφέρον για την ταχεία απονομή της δικαιοσύνης και για την εμπέδωση στη δικαιϊκή συνείδηση της δίκης ως ενός αποτελεσματικού θεσμού απονομής δικαιοσύνης και επιλύσεως διαφορών. Για το λόγο αυτό αλλοδαπές έννομες τάξεις προβλέπουν ρητά την υποχρέωση των παραγόντων της δίκης, διαδίκων και δικαστηρίου, να συμβάλλουν στην ταχεία και απρόσκοπτη προώθηση της δίκης. Θεωρείται ότι μια τέτοια αντίληψη της δίκης προσφέρει τη νομιμοποιητική βάση για σύντομες προθεσμίες, καθιέρωση πλασμάτων, επιβολή επιζήμιων συνεπειών, αναγνώριση μίας ή έστω δύο δυνατοτήτων, όχι όμως απεριορίστων στους διαδίκους στη δίκη, κάτι που είναι κρίσιμο για τη διαμόρφωση των ενδίκων βοηθημάτων και των ενδίκων μέσων. Κατ' εξοχήν μια έγγραφη διαδικασία στηρίζεται και προϋποθέτει την αυξημένη ευθύνη των διαδίκων στη δίκη.
8. Στη λογική αυτή κινείται το υποβληθέν σχέδιο. Χαρακτηρίζεται από την πρόσδοση προτεραιότητας στην έγγραφη διαδικασία και στην επιφύλαξη της δυνατότητας για επιλογή της προφορικής συζητήσεως και της διεξαγωγής αποδείξεων στο ακροατήριο σε ένα μεταγενέστερο στάδιο της δίκης με συνεκτίμηση των μέχρι τότε αποτελεσμάτων της δίκης. Η Επιτροπή δεν παραβλέπει ότι ως προς το σημείο αυτό υπάρχουν και άλλες δυνατές θεωρήσεις όπως λ.χ. η τοποθέτηση του χρονικού σημείου της επιλογής αυτής στην αρχή της δίκης. Κρίθηκε ότι για την λήψη αυτής της αποφάσεως καταλληλότερο είναι εκείνο το σημείο όταν οι διάδικοι θα έχουν υποβάλει μέσω των προτάσεων τους όλους τους κρίσιμους πραγματικούς ισχυρισμούς και έχουν προσκομίσει όλα τα αποδεικτικά μέσα. Η πρόσδοση προτεραιότητος στην έγγραφη διεξαγωγή της δίκης δεν σημαίνει βεβαίως ότι υποβαθμίζεται ο πρωταρχικός σκοπός της δίκης που είναι η έκδοση μιας ορθής αποφάσεως που στηρίζεται στην πραγματική και νομική κατάσταση όπως αυτή υφίσταται εξωδίκως.
IV. Βασικά χαρακτηριστικά της τακτικής διαδικασίας
1. Υπογραμμίζεται το στοιχείο της αυξημένης ευθύνης των διαδίκων με την ένταξη στις θεμελιώδεις δικονομικές αρχές της παρακάτω ρυθμίσεως του άρθρου 116 παρ. 2 : «Το δικαστήριο, οι διάδικοι, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι και οι νόμιμοι εκπρόσωποι των διαδίκων οφείλουν να συμβάλλουν με την εν γένει δικονομική τους συμπεριφορά και ιδίως με την εμπρόθεσμη επιχείρηση διαδικαστικών πράξεων, την έγκαιρη προβολή ισχυρισμών και προσαγωγή αποδεικτικών μέσων στην επίσπευση της δίκης και στην ταχεία επίλυση της διαφοράς». Επίσης εντάσσεται στις θεμελιώδεις αρχές σε αντιστοιχία με αλλοδαπές έννομες τάξεις η υποχρέωση του δικαστηρίου να ενθαρρύνει την προσφυγή των διαδίκων στις εναλλακτικές μορφές επιλύσεως διαφορών και στη διαμεσολάβηση. Η έγγραφη διεξαγωγή της διαδικασίας δεν σημαίνει ότι δεν υφίσταται χώρος αναπτύξεως για τη διαμεσολάβηση.
2. Προτείνεται η εισαγωγή ενός θεσμού που είναι παρεμφερής με το θεσμό που γνώριζε το προϊσχύσαν δίκαιο για την ανατροπή των δικών. Αν η δίκη δεν προωθείται για ορισμένο χρονικό διάστημα τότε η αγωγή θεωρείται ανακληθείσα. Προβλέπεται επίσης σε συμφωνία και με αλλοδαπές έννομες τάξεις η σύντμηση των καταχρηστικών προθεσμιών για τα ένδικα μέσα, η ενίσχυση των εξουσιών του δικαστή, όπως λ.χ. με τη δυνατότητα να διατάξει το δικαστήριο την προσαγωγή εγγράφων που βρίσκονται στην κατοχή ενός των διαδίκων ή τρίτων.
3. Η προτεινόμενη διαδικασία στα εισαγωγικά δικαστήρια για την τακτική διαδικασία, συμπεριλαμβανομένης της διαδικασίας στο ειρηνοδικείο, διαμορφώνεται ως εξής:
3.1 Η αγωγή επιδίδεται στον εναγόμενο μέσα σε προθεσμία τριάντα ή εξήντα αντίστοιχα ημερών από την κατάθεσή της. Αν η αγωγή δεν επιδοθεί μέσα στην προθεσμία αυτή, θεωρείται ως μη ασκηθείσα.
3.2 Εντός προθεσμίας εκατό ή αντίστοιχα εκατόν τριάντα ημερών από την κατάθεση της αγωγής οι διάδικοι καταθέτουν τις προτάσεις τους και προσκομίζουν τα επικαλούμενα αποδεικτικά μέσα. Οι αμοιβαίες αντικρούσεις γίνονται εντός προθεσμίας 15 ημερών από τη λήξη της προθεσμίας από την κατάθεση των προτάσεων. Με την συμπλήρωση της προθεσμίας ολοκληρώνεται ο φάκελλος της δικογραφίας. Γεγονότα που λαμβάνουν χώρα μετά την ολοκλήρωση της δικογραφίας θα συνεκτιμηθούν κατ' ανάγκη στο δεύτερο βαθμό ή στο πλαίσιο δίκης ανακοπής σύμφωνα με το άρθρο 933. Με αναγωγή στο χρόνο αυτό ρυθμίζονται δικονομικές ενότητες όπως είναι η παραίτηση από το δικόγραφο της αγωγής.
3.3 Στη συνέχεια και εντός προθεσμίας δεκαπέντε ημερών από το κλείσιμο της δικογραφίας ορίζεται, σύμφωνα με τον κανονισμό του δικαστηρίου, ο δικαστής ή η σύνθεση του δικαστηρίου. Το δικαστήριο ορίζει πάραυτα ημέρα και ώρα της συζήτησης της υποθέσεως στο ακροατήριο σε χρόνο που δεν μπορεί να απέχει τις τριάντα ημέρες από την παρέλευση της προθεσμίας για τον ορισμό δικαστή. Η εγγραφή της υποθέσεως στο οικείο πινάκιο γίνεται με πρωτοβουλία του γραμματέα και ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων. Η συζήτηση αυτή παρεμβάλλεται προκειμένου να υπάρξει ανταπόκριση στην συνταγματικώς κατοχυρωμένη αρχή της δημοσιότητας. Μπορούν να επιχειρηθούν ορισμένες μόνο διαδικαστικές πράξεις, όπως είναι η παραίτηση από το δικαίωμα της αγωγής, ο δικαστικός συμβιβασμός και η βίαια διακοπή της δίκης. Δεν είναι δυνατή η προβολή νέων ισχυρισμών, έστω και για αντίκρουση ισχυρισμών που προτάθηκαν με τις προτάσεις, οψιγενών ισχυρισμών, ισχυρισμών που αποδεικνύονται με έγγραφα ή ομολογία. Η υπόθεση συζητείται και χωρίς την παρουσία διαδίκων ή πληρεξουσίων δικηγόρων. Δεν επέρχονται οι συνέπειες της ματαιώσεως της συζητήσεως ή της ερημοδικίας.
3.4 Μετά τη συζήτηση εκδίδεται η οριστική απόφαση με βάση τα στοιχεία του φακέλλου της δικογραφίας. Δεν αποκλείεται ωστόσο από τη μελέτη του φακέλλου να κρίνεται απολύτως αναγκαία η εξέταση μαρτύρων στο ακροατήριο. Αυτό γίνεται με απλή διάταξη του δικαστή του μονομελούς πρωτοδικείου και στην περίπτωση του πολυμελούς πρωτοδικείου του προέδρου αυτού μετά από σχετική διάσκεψη της σύνθεσης. Διατάσσεται η επανάληψη της συζήτησης στο ακροατήριο σε χρόνο όχι μικρότερο των δεκαπέντε ημερών και η εξέταση μαρτύρων λαμβάνει χώρα ενώπιον του ήδη διορισμένου δικαστή του μονομελούς πρωτοδικείου ή του εισηγητή αν πρόκειται για πολυμελές πρωτοδικείο. Αν ο χρόνος δεν επαρκεί, επιτρέπεται διακοπή για άλλη ημέρα. Με την ολοκλήρωση της εξέτασης των μαρτύρων θεωρείται κατά πλάσμα δικαίου συντελεσμένη και η επανάληψη της συζήτησης. Οι διάδικοι μπορούν να προβούν σε αξιολόγηση των μαρτυρικών καταθέσεων εντός οκτώ εργασίμων ημερών. Πάντως και εδώ δεν μπορούν να προβληθούν νέοι ισχυρισμοί και να προσκομισθούν νέα αποδεικτικά μέσα.
3.5 Η διάταξη του άρθρου 254 για την επανάληψη της συζήτησης διατηρείται και επεκτείνεται θεματικά. Αν κατά την μελέτη της υποθέσεως ή τη διάσκεψη προκύψει ότι επιβάλλεται η διενέργεια αυτοψίας, πραγματογνωμοσύνης ή η εξέταση των διαδίκων στο δικαστήριο, τότε διατάσσεται η επανάληψη της συζήτησης. Στην περίπτωση των άρθρων 237 και 238 για οικονομία χρόνου και δαπάνης με την ίδια απόψαση διατάσσεται και η μαρτυρική απόδειξη στο ακροατήριο αν αυτό ήθελε κριθεί αναγκαίο. Οι διάδικοι κλητεύονται στην επαναλαμβανόμενη συζήτηση που ορίζεται το συντομότερο δυνατόν, τριάντα τουλάχιστον ημέρες πριν από αυτήν.
3.6 Παρεμβάσεις, προσεπικλήσεις, ανακοινώσεις και ανταγωγή κατατίθενται και επιδίδονται σε όλους τους διαδίκους μέσα σε εξήντα ή κατά περίπτωση ενενήντα ημέρες από την κατάθεση της αγωγής, με εξαίρεση την παρέμβαση μετά από προσεπίκληση ή ανακοίνωση που κατατίθεται και επιδίδεται εντός προθεσμίας ενενήντα ημερών από την κατάθεση της αγωγής. Οι προτάσεις κατατίθενται πάντως εντός της γενικής προθεσμίας των 1Θ0 ή 130 ημερών αντίστοιχα.
3.7 Διαδικαστικές αποκλίσεις. Αν οι διάδικοι δεν υποβάλλουν προτάσεις, η υπόθεση ματαιώνεται, γεγονός το οποίο σημειώνεται στο πινάκιο κατά την ορισμένη (τυπική) συζήτηση στο ακροατήριο. Θα πρέπει να ζητηθεί ο προσδιορισμός νέας συζητήσεως εντός εξήντα ημερών. Αλλως η υπόθεση διαγράφεται και η αγωγή θεωρείται ως μη ασκηθείσα. Από τον προσδιορισμό της νέας συζητήσεως τίθεται σε κίνηση η προθεσμία για την κατάθεση προτάσεων. Αν η αγωγή δεν επιδόθηκε εμπρόθεσμα, η αγωγή θεωρείται ως μη ασκηθείσα. Η μη κατάθεση προτάσεων επάγεται ερημοδικία ενάγοντος ή εναγομένου. Η συνέπεια της ερημοδικίας είναι το πλάσμα της δικαστικής ομολογίας και της παραιτήσεως.
 V. Οι ειδικές διαδικασίες
1. Οι ειδικές διαδικασίες διατηρούνται ως 4ο βιβλίο του ΚΠολΔ, αλλά συστηματοποιούνται πλέον σε 3 βασικές κατηγορίες. Θα πρέπει να υπογραμμιστεί ότι με κάποιες προσαρμογές και η παρούσα Επιτροπή υιοθέτησε την πρόταση της Επιτροπής του 2009 (υπό την Προεδρία του τότε Αντιπροέδρου του Αρείου Πάγου κ. Ιωάννη Παπανικολάου), η οποία με τη σειρά της είχε δεχθεί σχετική εισήγηση του μέλους της δικηγόρου Πειραιώς Γρηγόρη Τιμαγένη. Είναι πολλοί οι λόγοι που συνηγόρησαν υπέρ της διατήρησης των ειδικών διαδικασιών και στην παρούσα μορφή του ΚΠολΔ, με σημαντικότερους τους ακόλουθους: 1) πρωτίστως την επιτυχή μέχρι σήμερα εφαρμογή τους στην πράξη, 2) την εξειδίκευση των δικαστών, στην επίλυση των συγκεκριμένων διαφορών, 3) στον ικανοποιητικό ρυθμό εκδίκασης των συγκεκριμένων διαφορών, 4) στο γεγονός ότι για το σύνολο περίπου των ειδικών διαδικασιών ισχύει η εξαιρετική, ανεξαρτήτως ποσού, καθ' ύλη ν αρμοδιότητα των Μονομελών Δικαστηρίων (άρθρα 15 για το ειρηνοδικείο και 16, 17 για το μονομελές πρωτοδικείο). Κατάργηση των ειδικών διαδικασιών θα σήμαινε (με εξαίρεση πάντα τη διαταγή πληρωμής και τη διαταγή αποδόσεως μισθίου) ότι θα έπρεπε αυτές να υπαχθούν στο γενικό κανόνα του άρθρου 14 και να καθιερωθεί και ως προς αυτές η καθ' ύλην αρμοδιότητα του Πολυμελούς Πρωτοδικείου, επιλογή αντίθετη με την αδήριτη ανάγκη της εξορθολογισμένης επιτάχυνσης της αστικής δίκης.
2. Είναι ακριβές ότι στην αρχική τουλάχιστον μορφή του ΚΠολΔ η κυρίαρχη και ειδοποιός διαφορά των ειδικών διαδικασιών, έναντι της τακτικής διαδικασίας, ήταν η περαίωση της συζητήσεως της υποθέσεως σε μία και μόνη υποχρεωτικά προφορική συζήτηση, χωρίς την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως. Παρόλα αυτά και παρά τις σταδιακές τροποποιήσεις της τακτικής διαδικασίας και την κατάργηση της προδικαστικής αποφάσεως και σε αυτήν (από το ν. 1478/1984 και στη συνέχεια ιδίως από το νόμο 2915/2001), οι ειδικές διαδικασίες διατηρήθηκαν, και συγχρόνως διατηρήθηκε η σημαντικά ταχύτερη επίλυση των διαφορών που υπάγονται σ' αυτές. Με την ήδη προτεινόμενη ριζική τροποποίηση της τακτικής διαδικασίας από τα νέα άρθρα 237 και 238, δημιουργείται ένας ακόμη λόγος για τη διατήρηση των ειδικών διαδικασιών. Η τακτική διαδικασία μεταβάλλει τη διαδικαστική της φυσιογνωμία με ιδιαίτερη έμφαση στην γραπτή συγκέντρωση των ισχυρισμών των διαδίκων. Δεν θα συνέτρεχε λόγος εφαρμογής μίας ενιαίας διαδικασίας για το σύνολο των διαφορών, και αντίστοιχα κατάργησης των ειδικών διαδικασιών, που διαχρονικά εφαρμόστηκαν με επιτυχία. Η ριζοσπαστική μεταβολή της τακτικής διαδικασίας, με έμφαση τη γραπτή διεξαγωγή της δίκης με την τυπική κατά κανόνα προφορική συζήτηση της υποθέσεως δεν προκρίθηκε και για τις ειδικές διαδικασίες, και ορθά, αφού η νέα τακτική διαδικασία μένει να δοκιμαστεί στην πράξη, ενόψει μάλιστα και των πρακτικών ζητημάτων, που θα ανακύψουν κατά τη μετάβαση από το ένα διαδικαστικό σύστημα στο άλλο. Το μεγαλύτερο ωστόσο εμπόδιο για την αθρόα μεταφορά ιδιωτικού δικαίου διαφορών από τις ειδικές διαδικασίες στη μία και μόνο δηλαδή την τακτική, βρίσκεται στην ίδια τη σύνθεση των δικαστηρίων. Όσο διατηρούμε τις πολυμελείς συνθέσεις, τόσο παραμένουμε και στη διάκριση τακτικής προς ειδικές διαδικασίες. Διότι μία και μόνο διαδικασία θα προϋπέθετε και κατανομή μεταξύ ειρηνοδικείων και πρωτοδικείων μονομελούς και πολυμελούς συνθέσεως, και κατανομή με βάση αμιγώς ποσοτικά κριτήρια. Και η πολιτική δικαιοδοσία δεν φαίνεται έτοιμη για μία τέτοια κατανομή, ούτε για την κατάργηση των δικαστηρίων πολυμελούς συνθέσεως. Αυτός είναι ίσως και ο βασικότερος λόγος. Θα ξανατεθεί η συζήτηση για την διατήρηση ειδικών έναντι της τακτικής μόνο όταν επιλυθεί το μείζον αυτό θέμα. Ένας δεύτερος λόγος, ήσσονος πάντως σημασίας είναι ότι συχνά, ειδικοί νόμοι, υπάγουν ορισμένες διαφορές σε μία από τις ήδη υφιστάμενες ειδικές διαδικασίες, για λόγους ευνόητους ταχύτητας όπως έγινε στο πιο πρόσφατο σχετικά παρελθόν με την ειδική διαδικασία του άρθρου 681 Δ. Θα έπρεπε, επομένως, να υπάρχει ένα διαδικαστικό πλαίσιο υποδοχής για όσες περιπτώσεις ειδικοί νόμοι επιλέγουν μία διαφορετική σε σχέση με την τακτική διαδικασία. Τα κύρια χαρακτηριστικά των ειδικών διαδικασιών είναι τα ακόλουθα:
3. Η βασική διαδικαστική φυσιογνωμία όλων των ειδικών διαδικασιών αποτυπώνεται κατά βάση στην εισαγωγική για το τέταρτο κεφάλαιο διάταξη του άρθρου 591. Η διάταξη παραπέμπει στις διατάξεις του Γενικού Μέρους (όπως και μέχρι σήμερα), όπου αυτές δεν αντιβαίνουν στις ειδικές διαδικασίες. Κατά τα λοιπά ρυθμίζει όλα τα διαδικαστικά ζητήματα που αφορούν τις ειδικές διαδικασίες από την άσκηση της αγωγής, και των παρεπόμενων ή συναφών διαδικαστικών πράξεων, την προθεσμία κλητεύσεως, την κατάθεση των προτάσεων, την εισαγωγή της αγωγής για συζήτηση στο ακροατήριο (που είναι υποχρεωτικά προφορική) την προβολή ισχυρισμών, τη διαδικασία στο ακροατήριο, τις τυχόν συμπληρωματικές αποδείξεις, και το σύνολο των ενδίκων μέσων (τακτικών και έκτακτων). Η άσκηση της αγωγής διαφοροποιείται έναντι της τακτικής διαδικασίας. Στην τακτική διαδικασία η αγωγή πρέπει να επιδοθεί εντός 30 ή 60 ημερών από την κατάθεσή της, διότι διαφορετικά θεωρείται μη ασκηθείσα, επειδή η διεξαγωγή της δίκης είναι κατά βάση γραπτή και οι διάδικοι προβάλλουν στην τακτική διαδικασία τους ισχυρισμούς τους και προσκομίζουν τα αποδεικτικά τους μέσα, μέσα σε συγκεκριμένη προθεσμία από την άσκηση της αγωγής (βλ. άρθρα 237 και 238). Τέτοια ανάγκη δεν συνέτρεχε για τις ειδικές διαδικασίες. Η αγωγή ασκείται βέβαια και σ' αυτές με κατάθεση και επίδοση, ως σύνθετη διαδικαστική πράξη (βλ. και άρθρο 215), αλλά επειδή η υπόθεση εκδικάζεται σε μία και μόνο προφορική συζήτηση, ο χρόνος επιδόσεως αυτής και κατά συνέπεια και ο χρόνος κλητεύσεως ορίζεται με σημείο αναφοράς τη συζήτηση της υποθέσεως. Η αλήθεια είναι ότι με τον τρόπο αυτό διαφοροποιείται η επίδοση της αγωγής στην τακτική και στις ειδικές διαδικασίες αλλά αυτή η διαφοροποίηση είναι επιβεβλημένη και αναπόφευκτη λόγω των σημαντικών πλέον διαδικαστικών αποκλίσεων της τακτικής έναντι των ειδικών διαδικασιών. Ενδεχομένως να υπάρχει αντίλογος ως προς αυτή τη διαφοροποίηση ιδίως σε όσες περιπτώσεις δεν επιλεγεί αρχικά η σωστή διαδικασία, οπότε είναι δύσκολο να εφαρμοστούν οι κανόνες της τακτικής. Καταβλήθηκε και στις ειδικές διαδικασίες κάθε προσπάθεια να αποφευχθεί η παρέλκυση της δίκης, ιδίως επειδή οι παρεμβάσεις προσεπικλήσεις κ.λπ. ασκούνται υποχρεωτικά 10 μέρες πριν τη συζήτηση, αλλά υπάρχει ειδικότερη ρύθμιση της προθεσμίας για την παρέμβαση, που ασκείται από τρίτο λόγω προσεπικλήσεως ή ανακοινώσεως δίκης. Γενικά θεωρήθηκε από τη Νομοπαρασκευαστική Επιτροπή ως νομοτεχνικά άρτια και διαδικαστικά ασφαλής η ρύθμιση όλων των θεμάτων από τον πρώτο βαθμό και σε όλα τα επόμενα διαδικαστικά στάδια σε μία κεντρική διάταξη.
4. Νομοτεχνικά οι ειδικές διαδικασίες, κατανέμονται σε τρεις μεγάλες κατηγορίες και ο αριθμός των επιμέρους διατάξεων περιορίζεται δραστικά. Πιο συγκεκριμένα:
 4.1 Η πρώτη κατηγορία καλύπτει τις προσωπικές διαφορές από την οικογένεια γενικότερα, δηλαδή κατά βάση από το γάμο και τις διαφορές γονέων και τέκνων, αλλά και τις διαφορές από την ελεύθερη συμβίωση (άρθρα 592 έως 613). Προστέθηκε στις διαφορές αυτές το σύμφωνο ελεύθερης συμβίωσης, λόγω της λειτουργικής του προσέγγισης προς το γάμο, ενώ διατηρήθηκε η ελεύθερη εκτίμηση της ομολογίας στις γαμικές διαφορές. Η ιθαγένεια των συζύγων διατηρείται ως επικουρικός σύνδεσμος δικαιοδοσίας, σε αρμονία άλλωστε και με τον Κανονισμό 2201/2003, ενώ για την ερμηνευτικά αμφίβολη διάταξη του άρθρου 615 (που αναριθμείται σε άρθρο 607) υιοθετήθηκε η διατύπωση της νομολογίας ότι δηλαδή η υπαίτια άρνηση τεκμαίρει την ύπαρξη βιολογικών στοιχείων, που καθιστούν πιθανή ή σφόδρα πιθανή την πατρότητα ή αντίστοιχα την μητρότητα.
4.2 Η δεύτερη (εκτενέστερη) κατηγορία αφορά τις περιουσιακές διαφορές (άρθρα 614 έως και 622Β). Το άρθρο 614 είναι μία κεντρική διάταξη που αφορά όλες τις περιουσιακές διαφορές. Νομοτεχνικά ήταν αναπόφευκτη η έκταση που προσέλαβε το άρθρο 614. Η διάταξη είναι πράγματι εξαιρετικά σχοινοτενής, αλλά δεν μπορούσε να γίνει διαφορετικά, αφού είναι προτιμότερο να έχει κανείς συνολική εποπτεία για την κατάταξη των υπαγόμενων διαφορών και επίσης ήταν αναπότρεπτο να περιγραφούν με πληρότητα, και για την αποφυγή αμφισβητήσεων οι διαφορές αυτές. Συγχρόνως, όμως, διατηρούνται ορισμένες καίριες για τις επιμέρους περιουσιακές διαφορές ρυθμίσεις όπως λ.χ. στις μισθωτικές διαφορές η αξίωση επανεγκαταστάσεως, η κατάργηση της δίκης με την καταβολή των μισθωμάτων. Αποτελούσε μάλλον καθολικό αίτημα της θεωρίας η κατάργηση της παλιάς διατάξεως του άρθρου 651, ώστε το δεδικασμένο για το σύνολο των προδικαστικών ζητημάτων, που ανακύπτουν σε μία μισθωτική διαφορά, να δημιουργείται και ως προς τα προδικαστικά ζητήματα, υπό τις γενικές προϋποθέσεις του άρθρου 331, και για το λόγο αυτό ο περιορισμός του άρθρου 651 καταργήθηκε. Διατηρούνται αντίστοιχα οι επιμέρους ρυθμίσεις στις εργατικές διαφορές όπως η άσκηση παρεμβάσεως από επαγγελματικά σωματεία σε διαφορές των μελών τους, η εκδίκαση της υποθέσεως ωσεί παρόντος του διαδίκου (μόνο για τις εργατικές διαφορές). Επίσης η απαγόρευση ασκήσεως ανταγωγής στις διαφορές από πιστωτικούς τίτλους, και η αδυναμία ασκήσεως (αιτιολογημένης) ανακοπής ερημοδικίας στις διαφορές αυτές.
4.3 Στη διαταγή πληρωμής (άρθρα 623 επ.) οι όποιες τροποποιήσεις προτείνονται έχουν ως σκοπό είτε να καταργήσουν κωλύματα ως προς την έκδοσή της, που δεν συνάδουν ιδίως με την ευρωπαϊκή διαταγή πληρωμής (Κανονισμός 1896/2006), είτε να επιλύσουν νομολογιακές διακυμάνσεις ως προς τη δικαιοδοσία για την έκδοση της διαταγής πληρωμής, είτε να διευκολύνουν την κοινή εκδίκαση της ανακοπής κατά της διαταγής πληρωμής, με την ανακοπή κατά της αναγκαστικής εκτελέσεως, η οποία επισπεύδεται με εκτελεστό τίτλο τη διαταγή πληρωμής. Ειδικότερα:
4.4 Στο άρθρο 623 ρητά πλέον ορίζεται ότι η έκδοση διαταγής πληρωμής από τους δικαστές των πολιτικών δικαστηρίων, προϋποθέτει ιδιωτικού δικαίου διαφορά. Με τη σαφή αυτή διατύπωση ενδεχομένως να επαναλαμβάνουμε την συνταγματική πρόβλεψη του άρθρου 94 παρ. 2 του Συντάγματος, ή τη γενική διάταξη του άρθρου 1 του ΚΠολΔ, ότι δηλαδή η δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων προϋποθέτει ιδιωτικού δικαίου διαφορά, ωστόσο επιλύεται μία νομολογιακή αμφισβήτηση ως προς την «δικαιοδοσία» των δικαστών των πολιτικών δικαστηρίων να εκδίδουν διαταγές πληρωμής για διαφορές με υποκείμενη αιτία δημοσίου δικαίου διαφορά, η οποία προέκυψε με τη σειρά της από την έλλειψη αντίστοιχης πρόβλεψης για την έκδοση διαταγής πληρωμής από τους δικαστές των Διοικητικών Δικαστηρίων (βλ. ενδεικτικά μόνο ΑΠ 1859/2009). Σκοπός της ρητής αναφοράς σε ιδιωτικού δικαίου διαφορές είναι να επιλύσει τη σχετική διχογνωμία και να επιτρέψει την έκδοση διαταγής πληρωμής μόνο για όσες «ιδιωτικές διαφορές» η ανακοπή κατά της διαταγής πληρωμής υπάγεται στη δικαιοδοσία των Πολιτικών Δικαστηρίων. Ορθή θεωρήθηκε στην ίδια διάταξη η προσθήκη που είχε ήδη γίνει από το ν. 4055/2012 ως προς τη δυνατότητα εκδόσεως διαταγής πληρωμής όταν υπάρχει εξώδικη ομολογία, ζήτημα που αποκτά πρακτική σημασία ιδίως όταν η εξώδικη ομολογία έχει δοθεί στο πλαίσιο εγγραφής συναινετικής προσημειώσεως από τον οφειλέτη υπέρ του δανειστή του (βλ. για το ίδιο θέμα και ΑΠ 790/1999). Η συγκεκριμένη εξώδικη ομολογία αποδεικνύει, τουλάχιστον, την ύπαρξη της απαιτήσεως.
4.5 Αίρεται το κώλυμα για την έκδοση διαταγής πληρωμής για πρόσωπα που κατοικούν στο εξωτερικό, ή δεν είναι γνωστής διαμονής, αλλά έχουν νόμιμα διορισμένο αντίκλητο.
4.6 Οριοθετείται η αναστολή της εκτελεστότητας της διαταγής πληρωμής από τις επιπλέον διαδικαστικές δυνατότητες του άρθρου 724. Πράγματι, η δυνατότητα του δανειστή να προχωρήσει στην εγγραφή προσημειώσεως υποθήκης, ή στην επιβολή συντηρητικής κατασχέσεως δεν επηρεάζεται από τυχόν αναστολή της εκτελεστότητας της διαταγής πληρωμής, για όσο χρόνο διαρκεί η προθεσμία ασκήσεώς της και ο οφειλέτης είναι κάτοικος εξωτερικού, η έχει άγνωστη διαμονή, ή για όσο χρόνο δεν επιτρέπεται, λόγω της δικαστικής αναστολής της εκτελεστότητάς της (βλ. άρθρα 631 και 632), η διενέργεια πράξεων αναγκαστικής εκτελέσεως. Με τη ρύθμιση αυτή εξισορροπούνται τα συμφέροντα δανειστή και οφειλέτη, και εμποδίζεται η εκτέλεση, χωρίς να αναιρείται η εξασφάλιση του δανειστή. Η προθεσμία και η άσκηση της ανακοπής κατά της διαταγής πληρωμής δεν αποδυναμώνουν την εκτελεστότητά της, με εξαίρεση τη διαταγή πληρωμής, που έχει εκδοθεί και επιδοθεί στον αντίκλητο, οπότε η προθεσμία της ανακοπής αναστέλλει την εκτελεστότητά της, για προφανείς λόγους προστασίας του οφειλέτη, που δεν έχει γνωστή διαμονή, ή δεν διαμένει στην ημεδαπή. Η δυνατότητα σωρεύσεως της ανακοπής κατά της διαταγής πληρωμής στο ίδιο δικόγραφο με την ανακοπή κατά της εκτελέσεως, όταν αυτή επισπεύδεται με εκτελεστό τίτλο τη διαταγή πληρωμής, συμβάλλει στην οικονομία της δίκης και αποτρέπει τις περιττές δίκες είτε αυτές είναι δίκες ανακοπής, είτε είναι δίκες αναστολής.
4.7 Επιπροσθέτως επαναφέρεται η καθ' ύλην αρμοδιότητα και του Πολυμελούς Πρωτοδικείου στην εκδίκαση ανακοπής κατά της διαταγής πληρωμής, με κριτήρια καθ' ύλην αρμοδιότητας και ορίζεται ως εφαρμοστέα διαδικασία αυτή των περιουσιακών διαφορών των άρθρων 614 επ. Βεβαίως όταν η απαίτηση για την οποία αυτή εκδόθηκε προέρχεται από πιστωτικούς τίτλους, εφαρμοστέα είναι και η διάταξη του άρθρου 622Β.
Σημαντική είναι η ως προς την ερημοδικία ρύθμιση καθώς ο ανακόπτων αντιμετωπίζεται πλέον ως ερημοδικών ενάγων. Τέλος η διαταγή αποδόσεως μισθώσεως διατήρησε την αρχική της φυσιογνωμία, όπως αυτή είχε διαμορφωθεί μετά τις τροποποιήσεις του ν. 4055/2012.
 VI. Η διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων
1. Οι διατάξεις του πέμπτου Βιβλίου του ΚΠολΔ, που περιλαμβάνονται στα άρθρα 682-738 και διαρθρώνονται σε οκτώ συνολικά κεφάλαια, ρυθμίζουν την παροχή προσωρινής δικαστικής προστασίας με ασφαλιστικά μέτρα στον χώρο του ιδιωτικού δικαίου και στο πλαίσιο της αμφισβητουμένης δικαιοδοσίας. Το πρώτο κεφάλαιο συγκροτούν οι διατάξεις των άρθρων 682-703, οι οποίες είναι γενικές, ενώ στα επόμενα κεφάλαια (δεύτερο ως όγδοο) περιέχονται οι διατάξεις των άρθρων 704-738, που αφορούν συγκεκριμένα ασφαλιστικά μέτρα. Στην εκουσία δικαιοδοσία ασφαλιστικά μέτρα μπορούν να ληφθούν κατά το άρθρο 781.
2. Οι ειδικές συνθήκες κάθε περιπτώσεως και ιδίως η βραδύτητα, με την οποία διεξάγεται κατά κανόνα η κύρια διαγνωστική δίκη, δημιουργούν ως την περάτωσή της ανεπανόρθωτες ή μη ευχερώς αναστρέψιμες καταστάσεις, που ματαιώνουν τον πρακτικό σκοπό της και αποδυναμώνουν τη δραστικότητα της οριστικής δικαστικής προστασίας. Τις συνέπειες αυτές αποσκοπεί να αποτρέψει η προσωρινή δικαστική προστασία.
3. Η κατ' άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος δημόσια αξίωση ένδικης προστασίας περιλαμβάνει, όλες τις μορφές παροχής έννομης προστασίας, από την στάδιο της αναγνώρισης, μέχρι και αυτό της πραγμάτωσης των δικαιωμάτων, δηλαδή τόσο την οριστική δικαστική προστασία στα πλαίσια της διαγνωστικής δίκης στον πρώτο βαθμό δικαιοδοσίας, όσο και την προσωρινή δικαστική προστασία, καθώς και την αναγκαστική εκτέλεση. Η παρεχόμενη δικαστική προστασία, όπως αυτή εκφράζεται και θεμελιώνεται στην ανωτέρω συνταγματική διάταξη, καθώς και στο άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, δεν αρκεί να είναι μόνο δίκαιη, όπως η τελευταία διάταξη επιτάσσει, αλλά είναι αναγκαίο να είναι και αποτελεσματική, συνεπώς και ταχεία (βλ. σχετ. μόνο Βελλή, Ο ρόλος και η σπουδαιότητα των ασφαλιστικών μέτρων, σ. 26 επ., στον τόμο: Η σύγχρονη δυναμική των ασφαλιστικών μέτρων, 1999J. Την ανάγκη αυτή εξυπηρετεί η διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, η οποία σκοπεύει στη διασφάλιση των αμφισβητουμένων δικαιωμάτων των διαδίκων προς αποτροπή επικείμενου κινδύνου έως την οριστική κρίση της διαφοράς ή η προσωρινή ρύθμιση κατάστασης λόγω συνδρομής επείγουσας περίπτωσης (άρθρο 682 παρ. 1). Συνεπώς είναι μεγάλη η πρακτική σπουδαιότητα τους, εφόσον μέσω ταχείας διαδικασίας προσαρμόζονται ευχερώς στην ιδιομορφία της περιπτώσεως και αντιμετωπίζουν αμέσως τα προβλήματα της καθημερινότητας.
4. Η απόφαση των ασφαλιστικών μέτρων, δεν επιτρέπεται να οδηγεί σε πλήρη ικανοποίηση του ασφαλιστέου δικαιώματος (άρθρο 692 παρ. 4), υπόκειται σε ανάκληση (άρθρα 696-698, άρθρο 702 παρ. 2 εδ. β') και ισχύει προσωρινώς, χωρίς να επηρεάζει την κύρια δίκη (άρθρο 695).
5. Δεν αποτελούν ασφαλώς υποθέσεις ασφαλιστικών μέτρων οι υποθέσεις που δικάζονται με τη διαδικασία των άρθρων 682-703 προς οριστική επίλυση της διαφοράς. Γι' αυτό και στις υποθέσεις αυτές αναγνωρίζεται η δυνατότητα άσκησης ενδίκων μέσων.
 6. Τα ασφαλιστικά μέτρα μπορούν να διακριθούν συστηματικώς σε συντηρητικά και ρυθμιστικά. Στην πρώτη κατηγορία εντάσσονται τα εκείνα που δεσμεύουν προσωρινώς περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη, για να διασφαλίσουν την πιθανολογούμενη απαίτηση του δανειστή από τον κίνδυνο μη ικανοποιήσεως, όταν στο άμεσο μέλλον εξοπλισθεί με εκτελεστό τίτλο, ενώ στη δεύτερη εντάσσονται τα ασφαλιστικά μέτρα που ρυθμίζουν προσωρινώς την κατάσταση, έως ότου κριθούν οριστικώς οι αμφισβητούμενες έννομες σχέσεις, ως προς τις οποίες υπάρχει άμεση ανάγκη να ενεργοποιηθούν έως τότε ή, αναλόγως, να αδρανοποιηθούν, ώστε να αποφευχθεί η δημιουργία ανεπανόρθωτων ή δυσβάστακτων συνεπειών σε σχέση με το πιθανολογούμενο αποτέλεσμα της κυρίας δίκης.
VII. Η διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης
1. Σε αντίθεση με τη διαγνωστική δίκη, η αναγκαστική εκτέλεση δεν εξελίσσεται σε μια τυπική σχέση αντιδικίας μεταξύ δανειστή και οφειλέτη, αφού ο σκοπός της εκτελεστικής διαδικασίας αποβλέπει στην υλοποίηση του περιεχομένου του εκτελεστού τίτλου και η ουσιαστικού δικαίου αξίωση του δανειστή έχει ήδη (κατά κανόνα με δύναμη δεδικασμένου) διαγνωστεί. Εντούτοις μολονότι δεν υφίσταται εκκρεμής δίκη, μεγάλες χρονικές καθυστερήσεις παρατηρούνται και εδώ στην εξέλιξη και περάτωση της διαδικασίας με αποτέλεσμα η πραγμάτωση της εξοπλισμένης με εκτελεστό τίτλο αξίωσης του δανειστή να απομακρύνεται σημαντικά. Οι καθυστερήσεις αυτές οφείλονται κατά μείζονα λόγο στον μεγάλο χρόνο που απαιτείται για τον προσδιορισμό και την εκδίκαση των ανακοπών του άρθρου 933 κατά της επισπευδόμενης εκτέλεσης, με τις οποίες ανοίγει κάθε φορά νέα διαγνωστική δίκη και μέχρι την έκδοση τελεσίδικης ή αμετάκλητης απόφασης σε συνδυασμό με την αναστολή της εκτελεστικής διαδικασίας. Αποδίδονται όμως και σε άλλους δευτερεύοντες λόγους, όπως ο μεγάλος αριθμός ένδικων βοηθημάτων και ρυθμιστικών μέτρων που παρέχονται κατά περίπτωση στον επισπεύδοντα, στον οφειλέτη και σε οποιονδήποτε έχει έννομο συμφέρον, η πληθώρα πράξεων της εκτελεστικής διαδικασίας και κοινοποιήσεων, οι οποίες πολλές φορές οδηγούν σε δικονομικές ακυρότητες, η παρέλκυση της διαδικασίας ιδίως κατόπιν συμπαιγνίας οφειλέτη και επισπεύδοντος ιδιαίτερα στη φάση του πλειστηριασμού, κ.ο.κ. Με σκοπό την βελτίωση και απλοποίηση του συστήματος της αναγκαστικής εκτέλεσης και την ταχύτερη διεξαγωγή της εκτελεστικής διαδικασίας, η Νομοπαρασκευαστική Επιτροπή πρότεινε και ενσωμάτωσε στο προτεινόμενο σχέδιο σημαντικές και αλλαγές, οι οποίες κατά την άποψη της Επιτροπής συμβάλλουν στην ταχύτερη απονομή της δικαιοσύνης και ως εκ τούτου στην πληρέστερη ικανοποίηση της αξίωσης του δανειστή-
2. Η γενική γραμμή στο πεδίο της αναγκαστικής εκτέλεσης ακολουθεί δύο βασικές κατευθύνσεις: Η πρώτη, θέλει να περιορίσει τον αριθμό των ένδικων βοηθημάτων που μπορούν να ασκηθούν κατά τη διενέργεια των πράξεων της εκτελεστικής διαδικασίας και η δεύτερη να περιορίσει τον χρόνο που απαιτείται για να ολοκληρωθεί η υλοποίηση στην πράξη των εκτελεστών τίτλων. Το ισχύον σύστημα προβλέπει πλήθος ανακοπών και αναστολών που μπορεί να ασκήσουν οι ενδιαφερόμενοι, προκειμένου να προβάλουν τους ισχυρισμούς τους κατά την αναγκαστική εκτέλεση, ενώ η διαδικασία που ακολουθείται προβλέπει τη δυνατότητα στη συνέχεια άσκησης ένδικων μέσων κατά των αποφάσεων που εκδίδονται σχετικά, ώστε πολλές φορές ο χρόνος που απαιτείται για να ολοκληρωθεί το στάδιο της αναγκαστικής εκτέλεσης να είναι ίσης διάρκειας με εκείνον που απαιτήθηκε, όταν ο εκτελεστός τίτλος είναι δικαστική απόφαση, για να εκδοθεί η τελευταία.
3. Η ικανοποίηση των δύο αυτών αναγκών μπορεί να επιτευχθεί με το ακόλουθο σύστημα: όλα τα παράπονα που μπορούν να προβληθούν για πλημμέλειες της εκτελεστικής διαδικασίας θα ασκούνται μόνο σε δύο χρονικά σημεία:
3.1 Το πρώτο θα βρίσκεται πριν τον πλειστηριασμό και θα περιλαμβάνει όλα ανεξαιρέτως τους λόγους, για τους οποίους τα μέρη της διαδικασίας ισχυρίζονται ότι η τελευταία πάσχει σε κάποιο σημείο της και το δεύτερο μετά τον πλειστηριασμό. Ειδικότερα, αμέσως μετά την επίδοση της επιταγής προς εκτέλεση και την επιβολή της κατάσχεσης θα διενεργούνται σε πολύ μικρό χρονικό πλαίσιο όλες οι απαιτούμενες γνωστοποιήσεις και κοινοποιήσεις της προδικασίας του πλειστηριασμού και ο τελευταίος θα προσδιορίζεται να διενεργηθεί μέσα σε λίγους μήνες από την ημέρα της κατάσχεσης. Αφού, λοιπόν, όλες οι πράξεις θα ενεργούνται αμέσως μετά την κατάσχεση, ο ενδιαφερόμενος διάδικος θα μπορεί αλλά και θα πρέπει να συγκεντρώσει όλα τα παράπονά του κατά της μέχρι τώρα εκτελεστικής διαδικασίας σε μια ανακοπή, που θα εκδικάζεται πριν από τη διενέργεια του πλειστηριασμού. Η διαδικασία που θα τηρείται θα είναι εκείνη των περιουσιακών διαφορών και θα επιτρέπεται στη συνέχεια η άσκηση μόνο έφεσης κατά της απόφασης που θα εκδίδεται, χωρίς να αναστέλλεται η περαιτέρω διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης. Θα υπάρχει όμως η δυνατότητα υπό προϋποθέσεις της άσκησης αίτησης αναστολής στο δικαστήριο του ένδικου μέσου, το οποίο θα μπορεί να διατάξει την αναστολή της αναγκαστικής εκτέλεσης. Με τον τρόπο αυτό πριν από τον πλειστηριασμό θα έχουν λυθεί όλα τα ζητήματα που ενδεχομένως θα έχουν ανακύψει σε αυτό το πρώτο στάδιο και δεν θα υπάρχει ο κίνδυνος καθυστερήσεων μέσω της άσκησης πολλών ένδικων βοηθημάτων, τα οποία μέχρι τώρα συνοδεύουν την άσκηση των ανακοπών κατά της εκτέλεσης.
3.2 Το δεύτερο στάδιο προσβολής της εκτελεστικής διαδικασίας τοποθετείται μετά τη διενέργεια του πλειστηριασμού και θα περιλαμβάνει τη δυνατότητα άσκησης ανακοπής για όλα τα παράπονα για ενδεχόμενες πλημμέλειες, οι οποίες εμφιλοχώρησαν από την πράξη του πλειστηριασμού μέχρι την τελευταία που είναι η σύνταξη έκθεσης πλειστηριασμού και κατακύρωσης. Έτσι, με την άσκηση μιας δεύτερης - και τελευταίας - ανακοπής θα επιλύονται πάλι αποτελεσματικά και γρήγορα όλα τα ζητήματα, τα οποία αφορούν το δεύτερο στάδιο της εκτελεστικής διαδικασίας. Με τη συνολική αυτή ρύθμιση μέσα σε διάστημα ενός χρόνου το μέγιστο θα έχει ολοκληρωθεί η διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης, γεγονός το οποίο αποτελεί μεγάλη χρονική βελτίωση σε σύγκριση με το σημερινό καθεστώς.
3. Ένα ιδιαίτερο πρόβλημα που μπορεί να εμφανιστεί είναι εκείνο που αφορά τις περιπτώσεις άσκησης ανακοπής, όταν η αναγκαστική εκτέλεση που επισπεύδεται δεν στηρίζεται σε δικαστική απόφαση ως εκτελεστό τίτλο ή σε διαταγή πληρωμής που είναι εξοπλισμένη με δεδικασμένο, αλλά σε κάποιον άλλο τίτλο από εκείνους που προβλέπει η διάταξη του άρθρου 904 παρ. 2. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις εκτελεστών τίτλων μέχρι την έναρξη της εκτελεστικής διαδικασίας δεν έχει αποτελέσει αντικείμενο δικαστικής κρίσης η αξίωση που στηρίζεται σε αυτούς. Γι' αυτή, λοιπόν, την κατηγορία εκτελεστών τίτλων επιλέγεται η λύση να εκδικάζονται αυτές οι διαφορές με την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών και η πρωτοβάθμια απόφαση που θα εκδίδεται σχετικά θα είναι προσωρινώς εκτελεστή, ώστε σε περίπτωση νίκης του δανειστή, αυτός να μπορεί να συνεχίσει την εκτελεστική διαδικασία, παρέχοντας όμως ισόποση με την εκτελούμενη αξίωση εγγύηση. Με τον τρόπο αυτό, ο οφειλέτης θα είναι εξασφαλισμένος για την περίπτωση, κατά την οποία αργότερα ανατραπεί η πρωτοβάθμια προσωρινώς εκτελεστή απόφαση. Αλλωστε, αυτή τη λύση γνωρίζει ο δικονομικός νομοθέτης στη διάταξη του άρθρου 911, η οποία προβλέπει τη δυνατότητα κήρυξης μιας πρωτοβάθμιας απόφασης ως προσωρινώς εκτελεστής υπό τον όρο παροχής εγγύησης από το διάδικο που νίκησε. Στην κατηγορία αυτή των εκτελεστών τίτλων θα επιτρέπονται κατά της πρωτοβάθμιας απόφασης όλα τα ένδικα μέσα πλην της ανακοπής ερημοδικίας.
4. Αναφορικά με τις δικαστικές αποφάσεις ως εκτελεστούς τίτλους δεν δημιουργείται κάποιο σοβαρό ζήτημα, αφού όλα τα παράπονα κατά της απαίτησης θα καλύπτονται από το δεδικασμένο της απόφασης και το μόνο που θα απομένει να αντιμετωπιστεί θα είναι η εξόφληση της εκτελούμενης απαίτησης, για την απόδειξη της οποίας θα πρέπει να παραμείνει η ανάγκη άμεσης απόδειξης, κατά την έννοια του άρθρου 933 παρ. 4 εδ. α'.
VIII. Οι ρυθμίσεις στα υπόλοιπα κεφάλαια του ΚΠολΔ
1. Εκτός από τις ανωτέρω συνοπτικά αναφερόμενες καινοτομίες που περιλαμβάνει το προτεινόμενο σχέδιο ΚΠολΔ, η Νομοπαρασκευαστική Επιτροπή προχώρησε σε βασικές αλλαγές και στα υπόλοιπα κεφάλαια του ΚΠολΔ, οι σημαντικότερες των οποίων είναι οι κάτωθι:
• Σωρευτική και όχι επικουρική η λήψη υπόψη και αποδεικτικών μέσων που δεν πληρούν τους όρους του νόμου (άρθρο 340 παρ. 1, παλαιό άρθρο 270 παρ. 2).
• Αναλυτικές διατάξεις για το επώνυμο αποδεικτικό μέσο των ενόρκων βεβαιώσεων. Διεύρυνση και πειθάρχηση της χρήσης του αποδεικτικού μέσου και συστηματική κατάταξη των διατάξεων στο δίκαιο της αποδείξεως του 12ου κεφαλαίου του ΚΠολΔ (άρθρα 421-424).
• Πρόβλεψη διετούς πλέον καταχρηστικής προθεσμίας για την άσκηση εφέσεως και αναιρέσεως σε περίπτωση μη επίδοσης της απόφασης (άρθρα 518 παρ. 2 και 564 παρ. 3 αντίστοιχα) και αντίστοιχα πενταετούς προθεσμίας για την αναψηλάφιση (άρθρο 545 § 5).
• Επέκταση των αναιρετικών λόγων στις αποφάσεις κατωτέρων δικαστηρίων (άρθρο 560), με την προσθήκη δύο νέων λόγων αναίρεσης κατά αποφάσεων των Ειρηνοδικείων καθώς και των αποφάσεων των Πρωτοδικείων που εκδίδονται σε αντίστοιχες εφέσεις.
• Κατάργηση της εισηγητικής εκθέσεως στη διαδικασία ενώπιον του ΑΠ και επαναφορά του συστήματος «φιλτραρίσματος» των αιτήσεων αναιρέσεως που ίσχυε προ του ν. 3994/2011 (άρθρο 574).
• Εγγραφή προσημείωσης υποθήκης και επιβολή συντηρητικής κατάσχεσης εκτός από τη διαταγή πληρωμής και με βάση οριστική απόφαση (άρθρο 724 παρ. 1).
• Επαναφορά υποθέσεων εκούσιας δικαιοδοσίας στην αρμοδιότητα του μονομελούς πρωτοδικείου (άρθρο 740 παρ. 1). Ως προς τις συνέπειες της ερημοδικίας προβλέπεται ότι μπορεί να συνεχιστεί η συζήτηση αίτησης που υποβάλλεται στην εκούσια δικαιοδοσία ακόμα και αν δεν εμφανιστεί ο αιτών, αν έχει εμφανιστεί ο καθ' ου η αίτηση ή ο τρίτος που έχει κλητευθεί ή έχει παρέμβει. Με αυτήν την ρύθμιση επιδιώκεται να περιοριστεί το φαινόμενο αδικαιολόγητης υποβολής αιτήσεων, με μόνο το στόχο διατήρησης μιας εξαιρετικά ενοχλητικής εκκρεμοδικίας (άρθρο 754).
• Στη εκουσία δικαιοδοσία η ευθύνη των διορισμένων μελών της προσωρινής διοίκησης και των εκκαθαριστών περιορίζεται στις πράξεις ή παραλείψεις των κατά τη διάρκεια της θητείας τους (άρθρο 786 παρ. 4) και ρυθμίζεται αναλυτικά η δικαιοδοσία των ελληνικών δικαστηρίων για την τέλεση της υιοθεσίας (άρθρο 800)».

Σχόλια